μηχανόωνται

古希臘語

編輯

發音

編輯
 

動詞

編輯

μηχανόωνται (mēkhanóōntai)

  1. (荷馬希臘語) μηχανάομαι (mēkhanáomai)第三人稱複數現在時中間態直陳式