ξεχειλίζω
希臘語
編輯詞源
編輯繼承自中世紀中古希臘語 (ἐ)ξεχειλίζω ((e)xekheilízō)。等價於 ξέχειλος (xécheilos, 「溢出的」)(字面上 ξε- (xe-, 「超過」) χείλη (cheíli, 「嘴唇」)) + -ίζω (-ízo)。
發音
編輯動詞
編輯ξεχειλίζω (xecheilízo) (過去簡單式 ξεχείλισα,被動語態 —)
變位
編輯ξεχειλίζω (主動形僅加上被動完成分詞)
主動態 ➤ | ||||
直陳語氣 ➤ | 未完成體 ➤ | 完成體 ➤ | ||
非過去式 ➤ | 現在 ➤ | 非獨立形 ➤ | ||
1 單 | ξεχειλίζω | ξεχειλίσω | ||
2 單 | ξεχειλίζεις | ξεχειλίσεις | ||
3 單 | ξεχειλίζει | ξεχειλίσει | ||
1 複 | ξεχειλίζουμε, [‑ομε] | ξεχειλίσουμε, [‑ομε] | ||
2 複 | ξεχειλίζετε | ξεχειλίσετε | ||
3 複 | ξεχειλίζουν(ε) | ξεχειλίσουν(ε) | ||
過去式 ➤ | 過去未完成時 ➤ | 一般過去式 ➤ | ||
1 單 | ξεχείλιζα | ξεχείλισα | ||
2 單 | ξεχείλιζες | ξεχείλισες | ||
3 單 | ξεχείλιζε | ξεχείλισε | ||
1 複 | ξεχειλίζαμε | ξεχειλίσαμε | ||
2 複 | ξεχειλίζατε | ξεχειλίσατε | ||
3 複 | ξεχείλιζαν, ξεχειλίζαν(ε) | ξεχείλισαν, ξεχειλίσαν(ε) | ||
將來時 ➤ | 持續將來時 ➤ | 一般將來時 ➤ | ||
1 單 | θα ξεχειλίζω ➤ | θα ξεχειλίσω ➤ | ||
2,3 單, 1,2,3 複 | θα ξεχειλίζεις, … | θα ξεχειλίσεις, … | ||
完成體 ➤ | ||||
現在完成時 ➤ | έχω, έχεις, … ξεχειλίσει έχω, έχεις, … ξεχειλισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
είμαι, είσαι, … ξεχειλισμένος, ‑η, ‑ο ➤(也用被動態) | ||
過去完成時 ➤ | είχα, είχες, … ξεχειλίσει είχα, είχες, … ξεχειλισμένο, ‑η, ‑ο |
ήμουν, ήσουν, … ξεχειλισμένος, ‑η, ‑ο | ||
將來完成時 ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ξεχειλίσει θα έχω, θα έχεις, … ξεχειλισμένο, ‑η, ‑ο |
θα είμαι, θα είσαι, … ξεχειλισμένος, ‑η, ‑ο | ||
虛擬語氣 ➤ | 使用現在時非獨立形(一般過去時) 或現在完成時形式 + 助詞(να、ας)。 | |||
祈使語氣 ➤ | 未完成體 | 完成體 | ||
2 單 | ξεχείλιζε | ξεχείλισε | ||
2 複 | ξεχειλίζετε | ξεχειλίστε | ||
其他形式 | ||||
主動現在分詞 ➤ | ξεχειλίζοντας ➤ | |||
主動完成分詞 ➤ | έχοντας ξεχειλίσει ➤ | |||
被動完成分詞 ➤ | ξεχειλισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | |||
非限定形➤ | ξεχειλίσει | |||
注釋 Appendix:希臘語動詞 |
• (…) 可選或非正式。 […] 罕用。 {…} 古體。 • 有多種形式的,按使用頻率依次遞減。 • 使用虛擬式可組合出委婉命令式。 | |||
近義詞
編輯- υπερχειλίζω (ypercheilízo)
- υπερφορτώνω (yperfortóno)
相關詞彙
編輯- ξεχείλισμα n (xecheílisma)
- ξέχειλος (xécheilos)
- ξεχείλωμα n (xecheíloma)
- ξεχειλώνω (xecheilóno)
- 另外參見 χείλος