οικειοθελώς

希臘語 編輯

詞源 編輯

源自οικείος (oikeíos) +‎ θέλω (thélo) +‎ -ως (-os)

副詞 編輯

οικειοθελώς (oikeiothelós)

  1. 自願地,主動
    αποχώρησε οικειοθελώς από την ηγεσία του κόμματος
    apochórise oikeiothelós apó tin igesía tou kómmatos
    主動辭去黨的領導職務
    近義詞: εθελουσίως (ethelousíos)εκουσίως (ekousíos)
    反義詞: άθελα (áthela)

相關詞彙 編輯