οικογενειοκρατία

希臘語 編輯

詞源 編輯

οικογένεια (oikogéneia, 家庭) +‎ -κρατία (-kratía, 規則)

發音 編輯

  • 國際音標(幫助)/ikoʝeniokɾaˈtia/
  • 斷字:οι‧κο‧γε‧νει‧ο‧κρα‧τί‧α

名詞 編輯

οικογενειοκρατία (oikogeneiokratíaf (不可數)

  1. 裙帶關係任人唯親
    Λόγω οικογενειοκρατίας, ο πρόεδρος της εταιρείας διόρισε την σύζυγο του ως διευθύντρια.
    Lógo oikogeneiokratías, o próedros tis etaireías diórise tin sýzygo tou os diefthýntria.
    公司總裁任人唯親,任用他的妻子為董事。

變格 編輯

近義詞 編輯

拓展閱讀 編輯