參見:πεῖρα

希臘語

編輯

發音

編輯

名詞

編輯

πείρα (peíraf (不可數)

  1. 經驗體驗
    πρακτική πείραpraktikí peíra實踐經驗
    ερωτική πείραerotikí peíra經驗

變格

編輯