希臘語

編輯

詞源

編輯

源自古希臘語 πρωΐ (prōḯ, 早晨) +‎ -ινός (-inós)

形容詞

編輯

πρωινός (proinósm (陰性 πρωινή,中性 πρωινό)

  1. 早晨
    πρωινή εφημερίδαproiní efimerída

變格

編輯