πρόθημα
希臘語
編輯詞源
編輯仿譯自新拉丁語 praefixum 或法語 préfixe,形式基於επίθημα (epíthima)。
名詞
編輯πρόθημα (próthima) n (複數 προθήματα)
變格
編輯πρόθημα的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | πρόθημα • | προθήματα • |
屬格 | προθήματος • | προθημάτων • |
賓格 | πρόθημα • | προθήματα • |
呼格 | πρόθημα • | προθήματα • |
同類詞彙
編輯延伸閱讀
編輯- πρόθημα in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.