σεσημασμένος

古希臘語 編輯

發音 編輯

 

分詞 編輯

σεσημασμένος (sesēmasménosm (陰性 σεσημᾰσμένη,中性 σεσημᾰσμένον); 第一類/第二類

  1. σημαίνω (sēmaínō)完成時中動態分詞

屈折 編輯