σκυλίσιος
希臘語
編輯形容詞
編輯σκυλίσιος (skylísios) m (陰性 σκυλίσια,中性 σκυλίσιο)
變格
編輯 σκυλίσιος 的變格
數 格 / 性 |
單數 | 複數 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
陽性 | 陰性 | 中性 | 陽性 | 陰性 | 中性 | |
主格 | σκυλίσιος • | σκυλίσια • | σκυλίσιο • | σκυλίσιοι • | σκυλίσιες • | σκυλίσια • |
屬格 | σκυλίσιου • | σκυλίσιας • | σκυλίσιου • | σκυλίσιων • | σκυλίσιων • | σκυλίσιων • |
賓格 | σκυλίσιο • | σκυλίσια • | σκυλίσιο • | σκυλίσιους • | σκυλίσιες • | σκυλίσια • |
呼格 | σκυλίσιε • | σκυλίσια • | σκυλίσιο • | σκυλίσιοι • | σκυλίσιες • | σκυλίσια • |
衍生 | 比較級:πιο + 肯定形(如 πιο σκυλίσιος) 相對最高級:定冠詞 + πιο + 肯定形(如 ο πιο σκυλίσιος) |
相關詞彙
編輯- σκυλίσια ζωή f (skylísia zoḯ, 「艱難的生活」)