σπιτόγατος
希臘語
編輯詞源
編輯σπίτι (spíti, 「家,房屋」) + -ό- (-ó-) + γάτος (gátos, 「貓」)
發音
編輯名詞
編輯σπιτόγατος (spitógatos) m (複數 σπιτόγατοι)
- 宅家的人,不愛出門的人
- Ο Παύλος είναι σπιτόγατος και δεν πάει συχνά σε πάρτυ.
- O Pávlos eínai spitógatos kai den páei sychná se párty.
- 保羅斯是個宅男,不喜歡去參加派對。
變格
編輯σπιτόγατος的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | σπιτόγατος • | σπιτόγατοι • |
屬格 | σπιτόγατου • | σπιτόγατων • |
賓格 | σπιτόγατο • | σπιτόγατους • |
呼格 | σπιτόγατε • | σπιτόγατοι • |