σπιτόγατος

希臘語

編輯

詞源

編輯

σπίτι (spíti, 家,房屋) +‎ -ό- (-ó-) +‎ γάτος (gátos, )

發音

編輯

名詞

編輯

σπιτόγατος (spitógatosm (複數 σπιτόγατοι)

  1. 宅家的人,不愛出門的人
    Ο Παύλος είναι σπιτόγατος και δεν πάει συχνά σε πάρτυ.
    O Pávlos eínai spitógatos kai den páei sychná se párty.
    保羅斯是個宅男,不喜歡去參加派對。

變格

編輯