στομαχόπονος

希臘語

編輯

詞源

編輯

源自στόμαχος (stómachos, ) +‎ πόνος (pónos, 疼痛)

名詞

編輯

στομαχόπονος (stomachóponosm (複數 στομαχόπονοι)

  1. 胃痛

變格

編輯