τίποτε
希臘語
編輯其他寫法
編輯- τίποτα (típota)
詞源
編輯代詞
編輯τίποτε (típote) m
- 無,沒有
- Δεν κάνει τίποτε. ― Den kánei típote. ― 沒事兒,您客氣了。
- Δε ζητώ τίποτε. ― De zitó típote. ― 我什麼都不要。
- (用於否定句或問句) 任何事物
- Σου περισσεύουν τίποτε χρήματα; ― Sou perissévoun típote chrímata? ― 你還有多餘的錢嗎?
- Δε θέλω τίποτε. ― De thélo típote. ― 我什麼都不要。
近義詞
編輯- (任何): καθόλου (kathólou)
派生詞
編輯- με τίποτε (me típote, 「沒門兒」)
- τιποτένιος (tipoténios)