τηλεφωνητής

希臘語 編輯

名詞 編輯

τηλεφωνητής (tilefonitísm (複數 τηλεφωνητές,陰性 τηλεφωνήτρια)

  1. 接線員
  2. 應答機

變格 編輯

相關詞彙 編輯