τραύμα
參見:τραῦμα
希臘語
編輯詞源
編輯源自古希臘語 τραῦμα (traûma)。「心理創傷」之義意譯自英語 trauma,同樣來自古希臘語τραῦμα (traûma)。[1]
發音
編輯名詞
編輯τραύμα (trávma) n (複數 τραύματα)
變格
編輯τραύμα的變格
相關詞彙
編輯- αυτοτραυματίζομαι (aftotravmatízomai, 「自傷」)
- αυτοτραυματισμός m (aftotravmatismós, 「自我傷害」)
- μικροτραυματισμός m (mikrotravmatismós, 「輕傷」)
- πολυτραυματίας m 或 f (polytravmatías, 「多次受傷者」)
- τραυματίας m 或 f (travmatías, 「傷者」)
- τραυματίζω (travmatízo, 「受傷」)
- τραυματικός (travmatikós, 「創傷的」)
- τραυματιοφορέας m 或 f (travmatioforéas, 「抬擔架者」)
- τραυματισμός m (travmatismós, 「受傷」)
參考資料
編輯- ↑ τραύμα in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.