τριαντάφυλλο

希臘語 編輯

詞源 編輯

源自中古希臘語 τριαντάφυλλον (triantáphullon, 玫瑰, 字面意思是三十片葉的),源自τριάντα (triánta) + φύλλον (phúllon)

名詞 編輯

τριαντάφυλλο (triantáfyllon (複數 τριαντάφυλλα)

  1. () 玫瑰
  2. 用玫瑰花瓣做的蜜餞

變格 編輯

近義詞 編輯

相關詞彙 編輯

派生語彙 編輯