υπόλοιπος

希臘語 編輯

形容詞 編輯

υπόλοιπος (ypóloiposm (陰性 υπόλοιπη,中性 υπόλοιπο)

  1. 剩餘的,遺留
    近義詞: αποδέλοιπος (apodéloipos)

變格 編輯