φίδι
希臘語
編輯其他寫法
編輯- (純正希臘語) όφις m (ófis)
詞源
編輯源自中古希臘語 φίδιν (phídin)、ὀφίδιν (ophídin),源自通用希臘語 ὀφίδιον (ophídion),古希臘語 ὄφις (óphis)的指小詞,源自原始印歐語 *h₁ógʷʰis, *h₃égʷʰis (「蛇」)。
發音
編輯名詞
編輯φίδι (fídi) n (複數 φίδια)
變格
編輯派生詞
編輯- φιδάκι n (fidáki) (指小詞)
短語:
- βγάζω το φίδι από την τρύπα (vgázo to fídi apó tin trýpa)
- μαύρο φίδι που σ' έφαγε (mávro fídi pou s' éfage)
- με ζώνουν τα φίδια (me zónoun ta fídia)
- με τρώνε τα φίδια (me tróne ta fídia)
- το αυγό του φιδιού (to avgó tou fidioú)
- φίδι στον κόρφο μου (fídi ston kórfo mou)
相關詞彙
編輯- όφις m (ófis, 「蛇」) 及其派生詞
- φιδίσιος (fidísios, 「似蛇的」)
- φιδοπουκάμισο n (fidopoukámiso)
- φιδοσέρνομαι (fidosérnomai)
- φιδοτόμαρο n (fidotómaro)
- φιδωτός (fidotós, 「似蛇的」)
拓展閱讀
編輯參見
編輯- δηλητηριώδης (dilitiriódis, 「有毒的」)
- έκδυση f (ékdysi)
- ιοβόλος (iovólos, 「有毒的」)
- ερπετό n (erpetó, 「爬行動物」)