φερώνυμος

希臘語 編輯

詞源 編輯

源自古希臘語 φέρω (phérō) + ὄνυμα (ónuma)

形容詞 編輯

φερώνυμος (ferónymosm (陰性 φερώνυμη,中性 φερώνυμο)

  1. 同名

變格 編輯