φιστικοβούτυρο
希臘語
編輯其他寫法
編輯- φυστικοβούτυρο n (fystikovoútyro)
詞源
編輯φιστίκι (fistíki, 「花生」) + βούτυρο (voútyro, 「黃油」)
名詞
編輯φιστικοβούτυρο (fistikovoútyro) n (複數 φιστικοβούτυρα)
變格
編輯φιστικοβούτυρο的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | φιστικοβούτυρο • | φιστικοβούτυρα • |
屬格 | φιστικοβουτύρου • | φιστικοβουτύρων • |
賓格 | φιστικοβούτυρο • | φιστικοβούτυρα • |
呼格 | φιστικοβούτυρο • | φιστικοβούτυρα • |