χαλίκι
希臘語
編輯詞源
編輯繼承自拉丁語中古希臘語 χαλίκι(ν) (khalíki(n)),源自*χαλίκιον (*khalíkion),古希臘語 χάλιξ (khálix, 「鵝卵石」)的指小詞。[1]
發音
編輯名詞
編輯χαλίκι (chalíki) n (複數 χαλίκια)
變格
編輯χαλίκι的變格
派生詞彙
編輯- αμμοχάλικο n (ammocháliko, 「骨料」)
- χαλικόστρωση f (chalikóstrosi)
- χαλικόστρωτος (chalikóstrotos)
- χαλίκωση f (chalíkosi)
參考資料
編輯- ↑ χαλίκι in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.