χειμερία νάρκη

希臘語

編輯

詞源

編輯

χειμέριος (cheimérios, 冬天的,冬季的) +‎ νάρκη (nárki, 遲鈍,麻木)

名詞

編輯

χειμερία νάρκη (cheimería nárkif (不可數)

  1. 冬眠

拓展閱讀

編輯