χειροκρότημα

希臘語

編輯

詞源

編輯

χειροκροτώ (cheirokrotó, 鼓掌) +‎ -μα (-ma)

名詞

編輯

χειροκρότημα (cheirokrótiman (複數 χειροκροτήματα)

  1. 鼓掌掌聲

變格

編輯