ἀγεροίμεθα

古希臘語 編輯

發音 編輯

 

動詞 編輯

ἀγεροίμεθα (ageroímetha)

  1. ἀγείρω (ageírō)第一人稱複數將來時/不定過去式中間態祈願語氣縮約形