ἀτολμότερος

古希臘語

編輯

發音

編輯
 

形容詞

編輯

ἀτολμότερος (atolmóterosm (陰性 ἀτολμοτέρᾱ,中性 ἀτολμότερον); 第一類/第二類

  1. ἄτολμος (átolmos)比較級

變格

編輯