ἀτρυγέτοιο

古希臘語

編輯

發音

編輯
 

形容詞

編輯

ἀτρυγέτοιο (atrugétoio)

  1. (荷馬希臘語) ἀτρῠ́γετος (atrúgetos)陽性/陰性/中性屬格單數