Ἀντιλόχοιο

古希臘語 編輯

發音 編輯

 

專有名詞 編輯

Ἀντιλόχοιο (Antilókhoio)

  1. (荷馬希臘語) Ἀντῐ́λοχος (Antílokhos)屬格單數