ἐμπεριέκλεισα

古希臘語

編輯

發音

編輯
 

動詞

編輯

ἐμπεριέκλεισα (emperiékleisa)

  1. ἐμπερῐκλείω (emperikleíō)第一人稱單數直陳式不定過去式主動態