Βενεζουελανός

希臘語

编辑

名詞

编辑

Βενεζουελανός (Venezouelanósm (复数 Βενεζουελανοί,阴性 Βενεζουελανή)

  1. 委內瑞拉人(多指男性)

變格

编辑

相關詞彙

编辑