參見:ἄδολος

希臘語

编辑

形容詞

编辑

άδολος (ádolosm (陰性 άδολη,中性 άδολο)

  1. 真誠的,樸實
    近義詞: αθώος (athóos)απλοϊκός (aploïkós)απονήρευτος (aponíreftos)αφελής (afelís)
  2. 純正的,純淨

變格

编辑

近義詞

编辑