希臘語

编辑

詞源

编辑

意譯法語 acoustique,由Joseph Sauveur所造,源自古希臘語 ἀκουστικός (聆聽的)[1][2]

發音

编辑

形容詞

编辑

ακουστικός (akoustikósm (陰性 ακουστική,中性 ακουστικό)

  1. 聲學
  2. 聽覺
  3. 聲音的,音頻

變格

编辑

相關詞彙

编辑
  • 並參見:ακούω (akoúo, 聽,聽見,聽說)

參考資料

编辑
  1. ακουστικός in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
  2. 查看“acoustique”在 le Trésor de la langue française informatisé [法语数字化宝典] 中的释义。