希臘語

编辑

形容詞

编辑

ανήλιος (aníliosm (陰性 ανήλια,中性 ανήλιο)

  1. 缺少陽光的,陰沉
    近義詞: ανήλιαγος (aníliagos)

變格

编辑

相關詞彙

编辑