αναξιοκρατικός
希臘語
编辑形容詞
编辑αναξιοκρατικός (anaxiokratikós) m (陰性 αναξιοκρατική,中性 αναξιοκρατικό)
- 任人唯親的
變格
编辑 αναξιοκρατικός 的變格
相關詞彙
编辑- αναξιοκρατία f (anaxiokratía, “任人唯親”)
αναξιοκρατικός (anaxiokratikós) m (陰性 αναξιοκρατική,中性 αναξιοκρατικό)