ανοιγοκλείσιμο

希臘語

编辑

名詞

编辑

ανοιγοκλείσιμο (anoigokleísimon (复数 ανοιγοκλεισίματα)

  1. 眨眼
  2. 開關開合

變格

编辑

相關詞彙

编辑