αντισφαιρίστρια

希臘語

编辑

名詞

编辑

αντισφαιρίστρια (antisfairístriaf (复数 αντισφαιρίστριες,阳性 αντισφαιριστής)

  1. (運動) 網球運動員

變格

编辑

相關詞彙

编辑

拓展閱讀

编辑