希臘語

编辑

發音

编辑

動詞

编辑

ασπάζομαι (aspázomai) 異態動詞 (過去簡單式 ασπάστηκα/ασπάσθηκα)

  1. (書面) 親吻
    近義詞:ανασπάζομαι (anaspázomai)φιλώ (filó)
  2. (比喻義) 擁護 (學說,理論)
    近義詞:αγκαλιάζω (agkaliázo)εγκολπώνομαι (egkolpónomai)ενστερνίζομαι (ensternízomai)
  3. 問候打招呼

變位

编辑