αόριστο άρθρο

希臘語

编辑

名詞

编辑

αόριστο άρθρο (aóristo árthron (复数 αόριστα άρθρα)

  1. (語法) 不定冠詞

變格

编辑
參見:αόριστος (aóristos) 和 άρθρο (árthro)