參見:γέρος

希臘語

编辑

詞源

编辑

源自通用希臘語 γερός (gerós),源自古希臘語 ὑγιερός (hugierós),源自ὑγιής (hugiḗs, 健康的,強壯的)

發音

编辑

形容詞

编辑

γερός (gerósm (陰性 γερή,中性 γερό)

  1. (指人) 強壯的,壯實
    Δεν με νοιάζει αν είναι αγόρι ή κορίτσι, αρκεί να είναι γερό παιδί.
    Den me noiázei an eínai agóri í korítsi, arkeí na eínai geró paidí.
    我不關係是男孩還是女孩,只要生出來夠健康就行。
  2. (引申) 堅固
    Το σπίτι είναι γερό και θα αντέξει την καταιγίδα.
    To spíti eínai geró kai tha antéxei tin kataigída.
    這間屋子夠堅固,能夠抵禦住風暴吹襲。
  3. 堅強的,強大
    Ο επιστήμονας έχει γερό μυαλό.
    O epistímonas échei geró myaló.
    這名科學家有著強大的內心。
  4. (指物品) 完好的,完整
    Δεν έχει αφήσει γερό ποτήρι στο σπίτι!
    Den échei afísei geró potíri sto spíti!
    她連屋子裡一件完好的杯子都沒留下!
  5. (指水果、堅果)腐爛
    γερά αμύγδαλαgerá amýgdala未腐爛的扁桃

變格

编辑

參見

编辑