δυσπλασία
希臘語
编辑名詞
编辑δυσπλασία (dysplasía) f (复数 δυσπλασίες)
變格
编辑δυσπλασία的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | δυσπλασία • | δυσπλασίες • |
屬格 | δυσπλασίας • | δυσπλασιών • |
賓格 | δυσπλασία • | δυσπλασίες • |
呼格 | δυσπλασία • | δυσπλασίες • |
延伸閱讀
编辑- δυσπλασία in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.