首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
επιδόρπιο
语言
监视本页
编辑
希臘語
编辑
名詞
编辑
επιδόρπιο
(
epidórpio
)
n
(复数
επιδόρπια
)
糕點
,
甜點
,
甜品
變格
编辑
επιδόρπιο的變格
單數
複數
主格
επιδόρπιο
•
επιδόρπια
•
屬格
επιδορπίου
•
επιδορπίων
•
賓格
επιδόρπιο
•
επιδόρπια
•
呼格
επιδόρπιο
•
επιδόρπια
•