ζιζανιοκτόνο

希臘語

编辑

名詞

编辑

ζιζανιοκτόνο (zizanioktónon (复数 ζιζανιοκτόνα)

  1. (園藝學) 除草劑

變格

编辑

相關詞彙

编辑