κάστανο
參見:καστανό
希臘語
编辑詞源
编辑源自古希臘語 κάστανον (kástanon)(基本用複數形式)。
發音
编辑名詞
编辑κάστανο (kástano) n (复数 κάστανα)
變格
编辑κάστανο的變格
相關詞彙
编辑- αγριοκαστανιά f (agriokastaniá, “七葉樹”)
- βγάζω τα κάστανα από τη φωτιά (vgázo ta kástana apó ti fotiá)
- δε χαρίζω κάστανα (de charízo kástana, “嚴格對待”)
- δεν τρέχει κάστανο (den tréchei kástano)
- καστανάς m (kastanás, “賣烤板栗的商販”)
- καστανέρυθρος (kastanérythros, “紅褐色的”)
- καστανιά f (kastaniá, “栗树”)
- καστανιέτα f (kastaniéta, “響板”)
- καστανιώνας m (kastaniónas, “栗树園”)
- καστανό n (kastanó, “褐色,栗色”)
- καστανοκίτρινος (kastanokítrinos, “淺褐色的”)
- καστανοκόκκινος (kastanokókkinos, “紫褐色的”)
- καστανομάλλης (kastanomállis, “棕髮的”)
- καστανομάτης (kastanomátis, “褐眼的”)
- καστανόξανθος (kastanóxanthos, “黃褐色的”)
- καστανός (kastanós, “褐色的,栗色的”)
- καστανόχωμα n (kastanóchoma, “腐殖土”)