καλαμποκέλαιο

希臘語

编辑

詞源

编辑

καλαμπόκι (kalampóki, 玉米) +‎ έλαιο (élaio, )

名詞

编辑

καλαμποκέλαιο (kalampokélaion (复数 καλαμποκέλαια)

  1. 玉米油

變格

编辑

相關詞彙

编辑
參見:καλαμπόκι n (kalampóki, 玉米)