καλαμποκέλαιο
希臘語
编辑詞源
编辑καλαμπόκι (kalampóki, “玉米”) + έλαιο (élaio, “油”)
名詞
编辑καλαμποκέλαιο (kalampokélaio) n (复数 καλαμποκέλαια)
變格
编辑καλαμποκέλαιο的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | καλαμποκέλαιο • | καλαμποκέλαια • |
屬格 | καλαμποκέλαιου • καλαμποκελαίου • | καλαμποκέλαιων • καλαμποκελαίων • |
賓格 | καλαμποκέλαιο • | καλαμποκέλαια • |
呼格 | καλαμποκέλαιο • | καλαμποκέλαια • |
相關詞彙
编辑- 參見:καλαμπόκι n (kalampóki, “玉米”)