λέξη
希臘語
编辑詞源
编辑源自古希臘語 λέξις (léxis, “詞語,話語”)。
發音
编辑名詞
编辑λέξη (léxi) f (复数 λέξεις)
變格
编辑相關詞彙
编辑- βλ.λ. (vl.l., “參見詞彙”)
- λεξικογραφία f (lexikografía, “辭書學”)
- λεξιλογικός (lexilogikós, “詞彙的”)
- λεξιλόγιο n (lexilógio, “詞彙表”)
- λεξούλα f (lexoúla)
- σταυρόλεξο n (stavrólexo, “填字遊戲”)
拓展閱讀
编辑- λέξη在希臘語維基百科上的資料。維基百科 el
- λέξη in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.