首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
λεξικό
语言
监视本页
编辑
目录
1
希臘語
1.1
詞源
1.2
名詞
1.2.1
變格
1.2.2
相關詞彙
1.3
拓展閱讀
1.3.1
派生語彙
希臘語
编辑
詞源
编辑
源自
通用希臘語
λεξικόν
(
lexikón
)
。
名詞
编辑
λεξικό
(
lexikó
)
n
(复数
λεξικά
)
詞典
,
辭典
變格
编辑
λεξικό的變格
單數
複數
主格
λεξικό
•
λεξικά
•
屬格
λεξικού
•
λεξικών
•
賓格
λεξικό
•
λεξικά
•
呼格
λεξικό
•
λεξικά
•
相關詞彙
编辑
參見:
λέξη
f
(
léxi
,
“
詞語
”
)
拓展閱讀
编辑
λεξικό
in
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
[
Dictionary of Standard Modern Greek
], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
派生語彙
编辑
→
阿羅馬尼亞語:
lexico