首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
λουκέτο
语言
监视本页
编辑
目录
1
希臘語
1.1
詞源
1.2
名詞
1.2.1
變格
1.2.2
參見
希臘語
编辑
詞源
编辑
借自
意大利語
lucchetto
。
名詞
编辑
λουκέτο
(
loukéto
)
n
(复数
λουκέτα
)
掛鎖
變格
编辑
λουκέτο的變格
單數
複數
主格
λουκέτο
•
λουκέτα
•
屬格
λουκέτου
•
λουκέτων
•
賓格
λουκέτο
•
λουκέτα
•
呼格
λουκέτο
•
λουκέτα
•
參見
编辑
κλειδαριά
f
(
kleidariá
,
“
鎖
”
)