希臘語

编辑

名詞

编辑

μετρητής (metritísm (复数 μετρητές)

  1. 量表
  2. 抄表

變格

编辑

形容詞

编辑

μετρητής (metritís)

  1. μετρητός (metritós)屬格單數陰性形式。