οδοντόβουρτσα

希臘語

编辑

詞源

编辑

οδοντό- (odontó-, 牙齒) +‎ βούρτσα (voúrtsa, 刷子)

名詞

编辑

οδοντόβουρτσα (odontóvourtsaf (复数 οδοντόβουρτσες)

  1. 牙刷

變格

编辑