οδοντόβουρτσα
希臘語
编辑詞源
编辑οδοντό- (odontó-, “牙齒”) + βούρτσα (voúrtsa, “刷子”)。
名詞
编辑οδοντόβουρτσα (odontóvourtsa) f (复数 οδοντόβουρτσες)
變格
编辑οδοντόβουρτσα的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | οδοντόβουρτσα • | οδοντόβουρτσες • |
屬格 | οδοντόβουρτσας • | — |
賓格 | οδοντόβουρτσα • | οδοντόβουρτσες • |
呼格 | οδοντόβουρτσα • | οδοντόβουρτσες • |