ορνιθολογία
希臘語
编辑詞源
编辑源自古希臘語 ὄρνις (órnis, “鳥”) + -λογία (-logía, “……的研究”)(源自λόγος (lógos))。
名詞
编辑ορνιθολογία (ornithología) f (不可数)
變格
编辑ορνιθολογία (ornithología)的變格
單數 | |
---|---|
主格 | ορνιθολογία • |
屬格 | ορνιθολογίας • |
賓格 | ορνιθολογία • |
呼格 | ορνιθολογία • |
相關詞彙
编辑- ορνιθολόγος m 或 f (ornithológos, “鳥類學家”)
- όρνιθα f (órnitha, “母雞”)
參考資料
编辑- “ορνιθολογία”, in Liddell & Scott (1940年) A Greek–English Lexicon,Oxford:Clarendon Press
參見
编辑- πτηνοτροφία f (ptinotrofía, “養鳥”)