首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
πελέκι
语言
监视本页
编辑
目录
1
希臘語
1.1
名詞
1.1.1
變格
1.1.2
近義詞
希臘語
编辑
名詞
编辑
πελέκι
(
peléki
)
n
(复数
πελέκια
)
斧
變格
编辑
πελέκι的變格
單數
複數
主格
πελέκι
•
πελέκια
•
屬格
πελεκιού
•
πελεκιών
•
賓格
πελέκι
•
πελέκια
•
呼格
πελέκι
•
πελέκια
•
近義詞
编辑
πέλεκυς
m
(
pélekys
,
“
戰斧
”
)
τσεκούρι
n
(
tsekoúri
,
“
斧
”
)