πουλερικό
希臘語
编辑詞源
编辑源自πουλ(ί) (poul(í), “鳥”) + -ερικό (-erikó)。Petrunias[1]認為與名詞αερικό n (aerikó, “仙靈,惡魔”)(也表示空中、飛翔)有關。Babiniotis 認為與σιδερ-ικό (sider-ikó, “鐵器”)[2]或πεθερ-ικό (pether-ikó, “岳父母,公公婆婆”)[3]有關,但這兩個詞的詞幹中均有 ερ- + 後綴 -ικό。
發音
编辑名詞
编辑πουλερικό (poulerikó) n (复数 πουλερικά) (複數形式更常用)
變格
编辑πουλερικό的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | πουλερικό • | πουλερικά • |
屬格 | πουλερικού • | πουλερικών • |
賓格 | πουλερικό • | πουλερικά • |
呼格 | πουλερικό • | πουλερικά • |
同類詞彙
编辑- 參見:κότα f (kóta, “雞,母雞”)
參考資料
编辑- ↑ πουλερικό in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
- ↑ Template:R:Babiniotis 2002
- ↑ Template:R:Babiniotis 2010